περιτηκω

περιτηκω
    περιτήκω
    περι-τήκω
    1) плавить, расплавлять, pass. таять
    

(χιὼν περιτήκεται ὑπὸ τερμότητος Plut.)

    2) (о расплавленном металле) заливать, покрывать
    

(καττιτέρῳ Plat.)

    3) разжижать, растворять, размывать
    

γῆν ψιλέν π. Plat. — совершенно размыть почву


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "περιτηκω" в других словарях:

  • περιτήκω — Α 1. λειώνω εντελώς μέταλλο ή στερεό σώμα και τό μεταβάλλω σε υγρό 2. καλύπτω κάτι ολόγυρα με λειωμένη ύλη 3. (σχετικά με τη γη) ξεπλένω με την ροή τού νερού και αφαιρώ ουσιώδη στοιχεία 4. μτφ. (σχετικά με ασθένεια) λειώνω, σβήνω 5. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • περίτηγμα — τὸ, Α [περιτήκω] 1. οτιδήποτε αποχωρίζεται ως άχρηστο κατά την τήξη, ὁπως η σκόνη, η σκουριά, το κατακάθι 2. μτφ. (για πρόσ.) απόρριμμα, κάθαρμα …   Dictionary of Greek

  • περίτηξις — ήξεως, ἡ, Α [περιτήκω] 1. τέλεια, παντελής τήξη, μεταβολή μετάλλου ή στερεού σώματος σε ρευστό καθώς και η διάλυση, αποχώρηση ή έκκριση μορίων διαλυόμενου σώματος 2. (ειδικά) έκκριση υγρών, όπως λ.χ. στην υδρωπικία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»